τομαροφύλακες

τομαροφύλακες
τομ-αροφύλᾰκες [pron. full] [ῠ], οἱ,
A gloss on Τομοῦροι (q. v.), Str.7.7.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τομαροφύλακες — οἱ, Α τομοῡροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τόμαρος, όρος κοντά στη Δωδώνη + φύλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”